ασκός

ασκός
Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 1.493 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στα δυτικά των υψωμάτων της Βόλβης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σόχου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 76 κάτ.) της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελατίων του νομού Ζακύνθου.
* * *
ο (AM ἀσκός)
1. σάκος από δέρμα ζώου
2. μτφ. ο περήφανος, ο φαντασμένος
αρχ.
1. το φυσερό
2. η κοιλιά
3. φρ. «ἀσκὸν δείρειν», «ἀσκὸς δεδάρθαι» — γδέρνω κάποιον ζωντανό ή τον κακοποιώ βάναυσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός της λ. με αρχ. ινδ. άtkα- «ενδυμασία, περιβολή», αβεστ. aδka-προσκρούει στη φωνητική δυσκολία tk > σκ, ενώ κατ' άλλη άποψη ο τ. ασκός προέρχεται από ΙΕ. *2d-ek- / *2d-ek- (όπου το *2 αντιπροσωπεύεται στην Ελληνική μεν με το α- στη Χεττιτική δε με το h- στον τ. hatk-). Η σύνδεση της λ. με το βοιωτικό κύριο όνομα Fασκώνδας, που ανάγεται σε τ. *Fαρσκός (πρβλ. αρχ. ινδ. pra-vraska- «τομή») δεν είναι ικανοποιητική λόγω της απουσίας του F στον ομηρικό ήδη τ. ασκός. Επίσης, οι περαιτέρω συσχετισμοί της λ. με το ρ. ασκέω (-ώ) ή με το νάκος «δέρμα» (πρβλ. αγγλοσαξ. noesc «δέρμα») ή με το *αγ-σκός (πρβλ. αρχ. ινδ. aja-) φαίνονται αβάσιμοι. Η λ. ασκός αρχικά δηλώνει «το δέρμα γδαρμένου ζώου», σημασία από την οποία προέκυψαν οι έννοιες «τουλούμι, ασκός για κρασί» και «φυσερό» (Όμηρος, Ιων.-Αττική), ενώ συχνά απαντά με μεταφορική χρήση για να χαρακτηρίσει «τον μέθυσο» ή «την κοιλιά».
ΠΑΡ. ασκί (-ίον), ασκίτης
αρχ.
ασκίδιον, άσκωμα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ασκοδέτης, ασκοδορώ, ασκοθύλακος, ασκοπήρα, ασκοπυτίνη, ασκοφόρος
(μσν.νεοελλ.) ασκοδάβλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἁσκός — ἀσκός , ἀσκός skin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκός — skin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ασκός — Sp Ãskas Ap Ασκός/Askos L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • ασκός — ο 1. δέρμα ζώου που αποσπάστηκε ακέριο και το οποίο χρησιμοποιείται, με κατάλληλη επεξεργασία, για την τοποθέτηση ή μεταφορά νερού, λαδιού, τυριού κτλ.: Άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου και ξεχύθηκαν ορμητικοί οι άνεμοι. 2. κάθε κύστη από δέρμα ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διπλοϋμενικός — Ασκός με δύο τοιχώματα, ένα εσωτερικό ελαστικό και ένα εξωτερικό σκληρό. Ασκούς αυτού του είδους διαθέτουν οι ασκομύκητες …   Dictionary of Greek

  • ἀσκούς — ἀσκός skin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκῷ — ἀσκός skin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκόν — ἀσκός skin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Аскомицеты — ? Аскомицеты …   Википедия

  • Ascvs — ASCVS, i, Gr. Ἀσκὸς, ου, ein Riese, welcher mit dem Lykurgus den Bacchus band, und in einen Fluß warf, den aber Mercurius wieder los machete, und dargegen dem Askus die Haut abzog, und einen Weinschlauch daraus machete; daher auch hernach ἀσκὸς,… …   Gründliches mythologisches Lexikon

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”